επιτρέχω

επιτρέχω
(AM ἐπιτρέχω) [τρέχω]
1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.)
2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.)
3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν ἐπέδραμε», Ηρόδ.)
4. (για χρόνο) περνώ («τοὺς ἐπιτρέχοντας μῆνας», Θεόφρ.)
μσν.
1. (για τόπο) διασχίζω («οὕτως ὀξέως ἅπασαν ἐπέδραμεν Ἀσίαν», Κων. Μανασσ.)
2. επιτίθεμαι («πρὸς αὐτοὺς ἐπέδραμον, πολλοὺς τούτων ἀνεῑλον», Διγεν. Ακρ.
αρχ.
1. συμφωνώ ανεπιφύλακτα με κάποιον («οὐκ ἂν ἡγεῑσθαι αὐτὸν κἂν ἐπιδραμεῑν, ὥστε γενέσθαι», Δημοσθ.)
2. (για αστέρι) πλησιάζω σε κάποιο σημείο
3. (για τροφή) είμαι λαίμαργος, άπληστος
4. τρέχω βιαστικά
5. (για πράγμ.) περνώ ξυστά πάνω από μια επιφάνεια («καρφαλέον δὲ οἱ ἀσπὶς ἐπιθρέξαντος ἄυσεν ἔγχεος», Ομ. Ιλ.)
6. (για φήμη, λόγο) διαδίδομαι γρήγορα («τὴν Ῥώμην ἐπέδραμε λόγος αὐτὸν τε τὸν Ἀντώνιον ἀνῃρῆσθαι», Πλούτ.)
7. (για μουσ. όργανο) παίζω με ευχέρεια («τῷ πλήκτρῳ τὰς χορδὰς ἐπιτρέχοντες», Αθήν.)
8. διηγούμαι, διαβάζω στα πεταχτά («ὃ ἡμῑν ἀργότατα ἐπιδεδράμηται τοῡ λόγου», Ξεν.)
9. (για χώρα) εκτείνομαι
10. τρέχω αμέσως μετά από άλλο («ἅρματα... ἵπποις ὠκυπόδεσιν ἐπέτρεχον», Ομ. Ιλ.)
11. (με δοτ.) ακολουθώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτρέχω — run upon pres subj act 1st sg ἐπιτρέχω run upon pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιτρέχῃ — ἐπιτρέχω run upon pres subj mp 2nd sg ἐπιτρέχω run upon pres ind mp 2nd sg ἐπιτρέχω run upon pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεδραμηκότα — ἐπιτρέχω run upon perf part act neut nom/voc/acc pl ἐπιτρέχω run upon perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδεδράμηκε — ἐπιτρέχω run upon perf imperat act 2nd sg ἐπιτρέχω run upon perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδραμουμένων — ἐπιτρέχω run upon fut part mid fem gen pl (attic epic doric) ἐπιτρέχω run upon fut part mid masc/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδραμούμενον — ἐπιτρέχω run upon fut part mid masc acc sg (attic epic doric) ἐπιτρέχω run upon fut part mid neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδραμόν — ἐπιτρέχω run upon aor part act masc voc sg ἐπιτρέχω run upon aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδραμόντα — ἐπιτρέχω run upon aor part act neut nom/voc/acc pl ἐπιτρέχω run upon aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδραμόντων — ἐπιτρέχω run upon aor part act masc/neut gen pl ἐπιτρέχω run upon aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδράμῃ — ἐπιτρέχω run upon aor subj mp 2nd sg ἐπιτρέχω run upon aor subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”